- συνεπιφθέγγομαι
- ΜΑμιλώ ταυτοχρόνως με άλλοναρχ.1. λέω κάτι ενώ ταυτόχρονα γίνεται κάτι άλλο2. μιλάω για το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιφθέγγομαι «μιλώ, αναφέρω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.